- γαληνισμός
- γᾰλην-ισμός, ὁ,A calming, Epicur.Ep.1p.32U.; calming of the conscience, Arist. Ep.5.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
γαληνισμός — (I) ο το ιατρικό σύστημα τού Γαληνού, το οποίο βασίζεται στη θεωρία τών τεσσάρων χυμών, τών τριών βασικών ποιοτήτων και τών τριών πνευμάτων. (II) γαληνισμός, ο (Α) [γαληνίζω] η καταπράυνση, η καθησύχαση … Dictionary of Greek
γαληνισμόν — γαληνισμός calming masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)